Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταχθόνιος, επίθ.
-
- Το αρσ. ως ουσ. = βρικόλακας:
- Περί καταχθονίου, ήγουν βουρκολάκου (Βακτ. αρχιερ. 162).
- Ο πληθ. του ουδ. ως ουσ. = κάτω κόσμος, Άδης:
- απάγουσιν αυτήν εις τα καταχθόνια υποκάτω της γης (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XIII 71).
[αρχ. επίθ. καταχθόνιος. Η λ. και σήμ.]
- Το αρσ. ως ουσ. = βρικόλακας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταχθόνιος -α -ο [kataxθónios] Ε6 : 1. που βρίσκεται, που ζει στα βάθη της γης, κυρίως για μεταφυσικά όντα: Kαταχθόνιοι θεοί, υποχθόνιοι. 2. (μτφ.) που με ύπουλο τρόπο προκαλεί το κακό· σατανικός: Είναι ~ άνθρωπος. Εφάρμοσε ένα καταχθόνιο σχέδιο για να τον δολοφονήσει. Kαταχθόνιες δυνάμεις ενεργούν εναντίον μας.
καταχθόνια ΕΠIΡΡ: Έδρα σε ~. [λόγ.: 1: αρχ. καταχθόνιος· 2: σημδ. γαλλ. infernal]