Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταχερίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταχερίζω [kataxerízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) χτυπώ κπ., του δίνω ξύλο με το χέρι μου: Kάτσε καλά, μη σε καταχερίσω. Kαταχερίστηκε για τα καλά.

[κατα- χέρ(ι) -ίζω (πρβ. μσν. καταχερίζω, καταχειρίζω `επιχειρώ΄, ελνστ. καταχειρίζομαι)]

[Λεξικό Κριαρά]
καταχερίζω,
βλ. καταχειρίζω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες