Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταφύγιον το· καταφύγι· καταφύγιν.
-
- 1) Πρόσωπο ή τόπος όπου καταφεύγει κάπ. για να βρει βοήθεια, προστασία:
- χαίρε, το καταφύγιον των καταπονημένων (Εις Θεοτ. 108)·
- το καταφύγιον των σκλαβωμένων (Χίκα, Μονωδ. 52-3).
- 2) Kρυψώνας· φωλιά:
- εβγήκε η κακορίζικη απ’ ένα καταφύγι, που ’τον στην μέσην της σπηλιάς (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [479]· Ιερακοσ. 50614).
- Η λ. και ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 20429).
[αρχ. ουσ. καταφύγιον. Η λ. και σήμ. (‑ιο)]
- 1) Πρόσωπο ή τόπος όπου καταφεύγει κάπ. για να βρει βοήθεια, προστασία: