Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταφρόνια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταφρόνια η [katafróna] Ο25α : (οικ.) καταφρόνηση: Ήταν γεμάτος ~ για τους αδύνατους. Tον κοίταξε με ~.

[μσν. καταφρόνια < καταφρον(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
καταφρόνια η.
  • Περιφρόνηση· ταπείνωση, εξευτελισμός:
    • (Χρον. σουλτ. 412).

[<καταφρονώ + κατάλ. ια. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες