Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταφρόνηση η [katafrónisi] Ο33 & καταφρόνεση η [katafrónesi] Ο33α : η μεγάλη, βαθιά περιφρόνηση για κπ. ή σε κτ.: Άσημος και φτωχός αντιμετώπισε την ~ των συμπολιτών του. H ~ του πλούτου / του κινδύνου, πλήρης αδιαφορία.
[μσν. καταφρόνηση < αρχ. καταφρόνη(σις) -ση· μσν. καταφρόνεση < καταφρόνηση κατά το νέο συνοπτ. θ. φρονε- του φρονώ]