Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταφρονώ [katafronó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β αόρ. και καταφρόνεσα, απαρέμφ. και καταφρονέσει, παθ. αόρ. και καταφρονέθηκα, απαρέμφ. και καταφρονεθεί, μππ. και καταφρονεμένος : περιφρονώ κπ. ή κτ. βαθύτατα. 1. θεωρώ ότι κάποιος ως κατώτερός μου δεν αξίζει την εκτίμησή μου και το σεβασμό μου: Όσο ήταν ισχυρός καταφρονούσε τους αδυνάτους. || (μππ., ως ουσ.) οι καταφρονεμένοι, όσοι αντιμετωπίζουν την αδιαφορία και την αναλγησία της κοινωνίας. 2α. αδιαφορώ εντελώς για κτ. το οποίο οι άλλοι θεωρούν πολύτιμο και επιθυμούν να το αποκτήσουν: Kαταφρονεί το χρήμα / τη δόξα. β. αδιαφορώ εντελώς για κτ. το οποίο οι άλλοι φοβούνται και προσπαθούν να το αποφύγουν: Kαταφρονεί τον κίνδυνο / το θάνατο.
[αρχ. καταφρονῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταφρονώ· εκαταφρονώ· μτχ. παρκ. καταφρονεμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Θεωρώ κάπ. ή κ. ανάξιο λόγου και εκτίμησης, περιφρονώ:
- (Διγ. Z 933)·
- τες όρεξες του σώματος να τες καταφρονήσεις (Ιστ. Βλαχ. 1942)·
- β) δε δίνω σημασία, αψηφώ, αδιαφορώ:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 174), (Aποκ. Θεοτ. II 186)·
- γ) υποτιμώ· κατακρίνω, κατηγορώ:
- είναι ντροπή σου … άδικα να καταφρονάς τσ’ άλλους και να τσι ψέγεις (Ερωτόκρ. Β´ 884)·
- δ) (προκ. για όρκο ή υπογραφή) παραβιάζω, αθετώ:
- μοναχός το γράμμα σου είχες καταφρονέσει (Ιστ. Βλαχ. 1588).
- α) Θεωρώ κάπ. ή κ. ανάξιο λόγου και εκτίμησης, περιφρονώ:
- 2) Συμπεριφέρομαι προσβλητικά:
- ο λαός επήγαινε καταφρονώντας και βρίζοντας φανερά … τους άρχοντας (Σουμμ., Ρεμπελ. 166).
- 1)
- II. (Μέσ.) χάνω την υπόληψή μου, ξεπέφτω, ταπεινώνομαι:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 55)·
- πώς καταφρονεθήκαμεν στην τόσην ευτυχίαν; (Αιτωλ., Βοηβ. 265).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1)
- α) Ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος:
- ύλη καταφρονεμένη και άχρηστος (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 164140)·
- β) (προκ. για ναό) παραμελημένος:
- (Ιστ. Βλαχ. 2506).
- α) Ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος:
- 2) Αξιοκατάκριτος, αναξιόπιστος:
- του κόσμου τα καμώματα … να τα καταπατήσεις· διότι είναι άκαιρα και καταφρονεμένα (Ιστ. Βλαχ. 1331).
- 1)
[αρχ. καταφρονέω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.