Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταφθάνω [katafθáno] Ρ αόρ. κατέφθασα, απαρέμφ. καταφθάσει & καταφτάνω [kataftáno] Ρ αόρ. κατέφτασα, απαρέμφ. καταφτάσει : φτάνω κάπου την τελευταία στιγμή ή απροειδοποίητα (συχνά για να δηλώσουμε κάποια μάλλον δυσάρεστη άφιξη): Kατέφθασε και αυτός τρέχοντας. Φοβάμαι μήπως μας καταφτάσει οικογενειακώς, για να τον φιλοξενήσουμε.
[λόγ. < ελνστ. καταφθάνω· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] (πρβ. και μσν. καταφτάνω `έρχομαι΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταφθάνω· καταφθάζω· καταφτάνω.
-
- Α´ (Μτβ.) προλαβαίνω, προφθαίνω:
- φοβούμαι μήπως κυνηγήσουν και καταφθάσουν μας (Διγ. Άνδρ. 3556).
- Β´ (Αμτβ.) φτάνω, έρχομαι:
- (Διγ. Άνδρ. 35517)·
- (σε μεταφ.):
- θάνατος … κατέφθασεν … του Διγενή Ακρίτη (Διγ. Esc. 1697· Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [928]).
[μτγν. καταφθάνω. Ο τ. ‑φτάνω και η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) προλαβαίνω, προφθαίνω: