Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταφερτζής ο [kataferdzís] Ο8 θηλ. καταφερτζού [kataferdzú] Ο37 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου επιτήδειου, που ξέρει να αξιοποιεί τις γνωριμίες του και τις περιστάσεις προς όφελός του, ακολουθώντας, όχι σπάνια, πλάγια μέσα: Aυτός είναι μεγάλος ~, όλες τις υποθέσεις του, νόμιμες ή παράνομες, τις τακτοποιεί αμέσως. Είναι μια καταφερτζού, με τις γαλιφιές της τον έπεισε πάλι τον πατέρα της.
[καταφερ- (καταφέρνω) -τζής· καταφερτζ(ής) -ού]