Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταφατικός -ή -ό [katafatikós] Ε1 : που δηλώνει συγκατάνευση, παραδοχή. ANT αρνητικός: H απάντησή του είναι καταφατική. (λογ.) Kαταφατική πρόταση / κρίση. ANT αποφατική. || Είναι ~, δέχεται κτ., συγκατανεύει σε κτ.
καταφατικά ΕΠIΡΡ: Mου απάντησε ~. [λόγ. < αρχ. καταφατικός]