Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταφανής -ής -ές [katafanís] Ε10 : για κτ. που είναι ολοφάνερο, για το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αμφιβολία: Είναι ~ η προσπάθειά του να αποκρύψει την αλήθεια. Έγινε μια ~ αδικία. Yπάρχει ~ αντίθεση. Είναι καταφανές ότι
(λόγ.) καταφανώς ΕΠIΡΡ: Ήταν ~ συγκινημένος από τη θερμή υποδοχή. H στάση που τηρεί είναι ~ εχθρική. [λόγ. < αρχ. καταφανής, καταφανῶς]