Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταφέρω [kataféro] -εται Ρ αόρ. κατέφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί & καταφέρνω 2 [kataférno] -εται Ρ αόρ. κατάφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί : πετώ κτ. με ορμή εναντίον κάποιου: Tου κατέφερε ένα θανατηφόρο χτύπημα. Mου κατάφερε την καρέκλα στο κεφάλι. || (μτφ.): Ο πόλεμος κατέφερε βαρύ πλήγμα στην οικονομία της χώρας. Στην οικονομία μας καταφέρθηκε βαρύ πλήγμα.
[λόγ. < αρχ. καταφέρω (δες καταφέρνω 1) στην ελνστ. σημ.: `δίνω χτύπημα΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το φέρω > φέρνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταφέρω.
-
- 1) Προκαλώ σε κάπ. κένωση του εντέρου:
- (Ιερακοσ. 3758).
- 2) Πείθω:
- ου δύναται του να με καταφέρει … τον πόνον να σιγήσω (Λίβ. N 2990).
- 3) Φέρνω σε άσχημη κατάσταση, καταντώ κάπ.:
- πώς τον εκατέφερεν η τύχη του στα ξένα (Περί ξεν. 16)·
- Ο φθόνος με κατέφερεν άδικα να αποθάνω (Διήγ. Βελ. N2 146).
[αρχ. καταφέρω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Προκαλώ σε κάπ. κένωση του εντέρου: