Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταυλισμός ο [katavlizmós] Ο17 : προσωρινή εγκατάσταση στρατιωτικών ή άλλης ομάδας ατόμων στο ύπαιθρο ή σε πρόχειρα καταλύματα. || ο τόπος της προσωρινής εγκατάστασης: Στα βουνά συναντούμε το καλοκαίρι καταυλισμούς τσοπάνηδων. Έζησαν σε σκηνές / σε παραπήγματα των προσφυγικών καταυλισμών. ~ τσιγγάνων.
[λόγ. καταυλισ- (καταυλίζομαι) -μός απόδ. γαλλ. bivouac]