Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατόπια τα [katatópxa] Ο44α : ό,τι έχει σχέση με την ιδιαίτερη διαμόρφωση ενός χώρου και με τα σημεία που απαιτούν κάποια διερεύνηση ή εξοικείωση για να γίνουν γνωστά ή αντιληπτά: Mένει χρόνια σ΄ αυτή την πόλη / τη γειτονιά και ξέρει όλα τα ~, δρόμους και στενά, μαγαζιά και εστιατόρια. Θα σου δείξω τα ~ του σπιτιού, για να μη δυσκολευτείς όταν θα μείνεις μόνος. Xάθηκε στο βουνό, γιατί δεν ήξερε τα ~ της περιοχής.
[μσν. τα κατατόπια πληθ. του κατατόπι(ον) < κατα- τόπ(ος) -ιον]