Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατατόπι το.
-
- Μέρος, τοποθεσία:
- εις το Άργος και εις τ’ Ανάπλι και εις άλλα κατατόπια (Χρον. Τόκκων 2165· Θησ. Ε´ [341]).
[<έκφρ. κατά τόπον. Τ. ‑ιον το 10. αι. (Soph.). H λ. στο Meursius (‑η, λ. ‑ιον) και σήμ. στον πληθ.]
- Μέρος, τοποθεσία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατόπια τα [katatópxa] Ο44α : ό,τι έχει σχέση με την ιδιαίτερη διαμόρφωση ενός χώρου και με τα σημεία που απαιτούν κάποια διερεύνηση ή εξοικείωση για να γίνουν γνωστά ή αντιληπτά: Mένει χρόνια σ΄ αυτή την πόλη / τη γειτονιά και ξέρει όλα τα ~, δρόμους και στενά, μαγαζιά και εστιατόρια. Θα σου δείξω τα ~ του σπιτιού, για να μη δυσκολευτείς όταν θα μείνεις μόνος. Xάθηκε στο βουνό, γιατί δεν ήξερε τα ~ της περιοχής.
[μσν. τα κατατόπια πληθ. του κατατόπι(ον) < κατα- τόπ(ος) -ιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατοπίζω [katatopízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κπ. πληροφορίες και οδηγίες για τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει και γενικά για το πώς μπορεί να κινηθεί σε ένα χώρο που δεν του είναι οικείος: Mε κατατόπισε καλά και δε δυσκολεύτηκα να βρω το σπίτι του. Xρειάζομαι λίγες μέρες για να κατατοπιστώ στην καινούρια γειτονιά μου. Οι οδικοί χάρτες κατατοπίζουν τους οδηγούς αυτοκινήτων. 2. (μτφ.) δίνω σε κπ. τις απαραίτητες πληροφορίες για να αποκτήσει τη σωστή και πλήρη εικόνα ενός ζητήματος, μιας κατάστασης, τον ενημερώνω: Εκπρόσωποι της πόλης κατατόπισαν το βουλευτή για τα διάφορα προβλήματα. Nα με κατατοπίσεις, τι βιβλία πρέπει να διαβάσω για τις εξετάσεις, γιατί είμαι τελείως ακατατόπιστος. Είμαι πολύ καλά κατατοπισμένη για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσω. Είναι κατατοπισμένος σε θέματα οικονομίας / στα πολιτικά / στις εξελίξεις της ιατρικής, γνώστης.
[λόγ. κατα- τόπ(ος) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατόπιση η [katatópisi] Ο33 : η ενέργεια του κατατοπίζω, η παροχή των απαραίτητων πληροφοριών: 1. για να προσανατολιστεί και να ακολουθήσει κάποιος τη σωστή κατεύθυνση: Mε την ~ που μου έκανε κινήθηκα πολύ άνετα στην πόλη. 2. για να αποκτήσει κάποιος την ολοκληρωμένη εικόνα μιας κατάστασης, την πλήρη αντίληψη ενός θέματος· ενημέρωση: Για την καλύτερη κατατόπισή σου να απευθυνθείς στη γραμματεία του πανεπιστημίου.
[λόγ. < κατατοπι- (κατατοπίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατοπισμός ο [katatopizmós] Ο17 : κατατόπιση.
[λόγ. κατατοπισ- (κατατοπίζω) -μός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατοπιστικός -ή -ό [katatopistikós] Ε1 : που κατατοπίζει, με τον οποίο κατατοπίζεται κάποιος: Οι τουριστικοί χάρτες είναι πολύ κατατοπιστικοί. Δημοσιεύτηκε άρθρο κατατοπιστικό για το καταναλωτικό κοινό. Όσα μας είπες ήταν πολύ κατατοπιστικά / ήσουν πολύ ~.
κατατοπιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. κατατοπισ- (κατατοπίζω) -τικός]