Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατατυραννώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατυραννώ [katatiranó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 παθ. αόρ. και κατατυραννίστηκα, απαρέμφ. και κατατυραννιστεί, μππ. και κατατυραννισμένος : τυραννώ κπ. πάρα πολύ. α. υποβάλλω κπ. σε βασανιστήρια: Tον κατατυράννησαν για να ομολογήσει. β. (μτφ.) ταλαιπωρώ κπ. πάρα πολύ, ψυχικά ή σωματικά: Δύστροπο παιδί / αυταρχικός άνθρωπος, που κατατυράννησε την οικογένειά του. Kατατυραννίστηκε για να μεγαλώσει τα παιδιά της.

[λόγ.(;) < ελνστ. κατατυραννῶ `ασκώ τυραννική εξουσία΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατατυραννώ.
  • I. (Ενεργ.) βασανίζω πολύ:
    • τον εκατετυράννησεν ο πόθος της Ροδάμνης (Λίβ. Sc. 1756).
  • II. (Μέσ.) βασανίζομαι πολύ:
    • εμεριζόμην κατά νουν, εκατετυραννούμην (αυτ. 2320).

[μτγν. κατατυραννέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες