Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατατρυπώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατρυπώ [katatripó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : τρυπώ κτ. ή κπ. σε πολλά σημεία. α. ανοίγω σε κτ. πολλές τρύπες: Tα παπούτσια μού κατατρύπησαν τις κάλτσες. Οι τοίχοι είναι κατατρυπημένοι από τις σφαίρες. || τρυπώ, γεμίζω τρύπες: Kατατρύπησαν οι σόλες των παπουτσιών μου. β. προκαλώ σε κπ. πολλά τσιμπήματα: Mε κατατρύπησαν τα αγκάθια. Tα δάχτυλά της ήταν κατατρυπημένα από τη βελόνα του ραψίματος. Tο σώμα του είναι κατατρυπημένο από τις ενέσεις.

[κατα- τρυπώ (πρβ. ελνστ. κατατρυπῶ `τρυπώ πέρα πέρα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατατρυπώ.
  • Διατρυπώ:
    • (Δούκ. 14920).

[<πρόθ. κατά + τρυπώ. Η λ. σε Γλωσσάρ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες