Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατατοπίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατοπίζω [katatopízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κπ. πληροφορίες και οδηγίες για τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει και γενικά για το πώς μπορεί να κινηθεί σε ένα χώρο που δεν του είναι οικείος: Mε κατατόπισε καλά και δε δυσκολεύτηκα να βρω το σπίτι του. Xρειάζομαι λίγες μέρες για να κατατοπιστώ στην καινούρια γειτονιά μου. Οι οδικοί χάρτες κατατοπίζουν τους οδηγούς αυτοκινήτων. 2. (μτφ.) δίνω σε κπ. τις απαραίτητες πληροφορίες για να αποκτήσει τη σωστή και πλήρη εικόνα ενός ζητήματος, μιας κατάστασης, τον ενημερώνω: Εκπρόσωποι της πόλης κατατόπισαν το βουλευτή για τα διάφορα προβλήματα. Nα με κατατοπίσεις, τι βιβλία πρέπει να διαβάσω για τις εξετάσεις, γιατί είμαι τελείως ακατατόπιστος. Είμαι πολύ καλά κατατοπισμένη για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσω. Είναι κατατοπισμένος σε θέματα οικονομίας / στα πολιτικά / στις εξελίξεις της ιατρικής, γνώστης.

[λόγ. κατα- τόπ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες