Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατατομή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατομή η [katatomí] Ο29 : η πλάγια όψη του συνόλου των χαρακτηριστικών του προσώπου· προφίλI1: Έχει ωραία ~ (προσώπου). Έχει ελληνική ~, όταν η γραμμή του μετώπου και της μύτης είναι σχεδόν συνεχής, σύμφωνα με τους κανόνες της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής.

[λόγ. < αρχ. κατατομή `αποτύπωση σε ανάγλυφο΄ σημδ. γαλλ. profil]

[Λεξικό Κριαρά]
κατατομή η.
  • Τμήμα:
    • εις δύο κατατομάς τα φοσσάτα εμέρισεν (Δούκ. 13119).

[αρχ. ουσ. κατατομή. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες