Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατακτήριος -α -ο [katataktírios] Ε6 : που έχει σχέση με την κατάταξη: Kατατακτήριες εξετάσεις, που γίνονται για να διαπιστωθεί το επίπεδο των γνώσεων του εξεταζομένου, ώστε να καταταγεί στην αντίστοιχη τάξη ή εκπαιδευτική βαθμίδα: H εισαγωγή πτυχιούχων άλλων τμημάτων στο τμήμα Φιλολογίας γίνεται με κατατακτήριες εξετάσεις. || (ως ουσ.) οι κατατακτήριες, οι κατατακτήριες εξετάσεις.
[λόγ. κατατακ- (κατατάσσω) -τήριος]