Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασφάζω [katasfázo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. κατέσφαξα και (σπάν.) κατάσφαξα, απαρέμφ. κατασφάξει : σφάζω κπ. με πολλές και βαθιές μαχαιριές και με μεγάλη αγριότητα: Ο δολοφόνος κατέσφαξε το θύμα του.
[λόγ. < αρχ. κατασφάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατασφάζω· κατασφάττω· μτχ. παρκ. κατασφαμένος.
-
- Κατασφάζω, φονεύω:
- (Δούκ. 35917)·
- (μεταφ.):
- το σχήμαν (ενν. της κόρης) και η πορπατησιά ανθρώπους κατασφάζει (Αχιλλ. L 560).
[αρχ. κατασφάζω. Η λ. και σήμ.]
- Κατασφάζω, φονεύω: