Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασυντρίβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κατασυντρίβω.
  • Νικώ εντελώς:
    • εχθρούς εκατασύντριψαν (Ιστ. Βλαχ. 310).

[<πρόθ. κατά + συντρίβω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες