Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστρώνω [katastróno] -ομαι Ρ1 αόρ. κατέστρωσα, απαρέμφ. καταστρώσει : προετοιμάζω ένα σχέδιο ενέργειας, υπολογίζοντας όλα τα δεδομένα και όλα τα ενδεχόμενα: Kατέστρωσε σχέδιο απόδρασης. Tα παιδιά καταστρώνουν το πρόγραμμα των καλοκαιρινών διακοπών τους. Kαταστρώθηκε πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης των νέων, συντάχτηκε.
[λόγ. < ελνστ. καταστρώννυμι, -νύω `στρώνοντας σκεπάζω, κατατάσσω΄, αρχ. σημ.: `ρίχνω χάμω΄ (η σημερ. σημ. μσν.) μεταπλ. κατά το στρώννυμι > στρώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταστρώνω.
-
- 1) Στρώνοντας σκεπάζω:
- την γην την καταστρώνουν (ενν. των δενδρών τα φύλλα) (Ερμον. Φ 311).
- 2) Κατατάσσω, διευθετώ:
- ίνα συγγράψῃ … την διάλεξιν και εν κεφαλαίοις καταστρώσῃ (Ιστ. πολιτ. 3017).
[<αρχ. καταστρώννυμι. Η λ. και σήμ.]
- 1) Στρώνοντας σκεπάζω: