Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστροφικός -ή -ό [katastrofikós] Ε1 : που αναφέρεται στην καταστροφή, που προκαλεί καταστάσεις πολύ δυσάρεστες οι οποίες έχουν τα στοιχεία της καταστροφής· καταστρεπτικός: H αδιαφορία του και η ανευθυνότητά του ήταν καταστροφικές. Οι καταστροφικές επιπτώσεις από την άναρχη δόμηση στην πρωτεύουσα.
καταστροφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καταστροφ(ή) -ικός]