Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταστροφέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταστροφέας ο [katastroféas] Ο21 : 1. αυτός που προξενεί καταστροφή, που είναι αίτιος μιας καταστροφής: Ο ~ της πατρίδας μας / της ζωής μου / της νεολαίας μας. Δεν αφήνει παιχνίδι για παιχνίδι· σωστός ~. 2. μηχάνημα που καταστρέφει κτ.: ~ εγγράφων.

[λόγ. < ελνστ. καταστροφεύς, αιτ. -έα (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες