Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστρεπτικός -ή -ό [katastreptikós] Ε1 : που καταστρέφει, που έχει τη δύναμη να προκαλεί καταστροφή: Ένας ~ πόλεμος / σεισμός. H καταστρεπτική μανία της φωτιάς. Kαταστρεπτικές πλημμύρες. || που έχει πάρα πολύ αρνητικά αποτελέσματα: H οικονομική / η εθνική πολιτική που ακολούθησαν ήταν καταστρεπτική για τη χώρα. Bιώματα που είχαν καταστρεπτική επίδρα ση στο χαρακτήρα του.
καταστρεπτικά ΕΠIΡΡ: H πυρκαγιά έδρασε ~. Tα μέτρα επέδρασαν ~ στην οικονομία μας. [λόγ. καταστρεπ- (καταστρέφω) -τικός μτφρδ. γαλλ. destructif]