Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταστρατηγώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταστρατηγώ [katastratiγó] -ούμαι Ρ10.9 : παραβαίνω νόμο, διάταξη, ωράριο κτλ. χρησιμοποιώντας διάφορα νομικά τεχνάσματα, ώστε τυπικά να μην είναι πάντοτε δυνατή η τιμωρία μου: Mε διάφορες χαριστικές ρυθμίσεις καταστρατηγούνται οι νόμοι.

[λόγ. < ελνστ. καταστρατηγῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες