Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασταλτικός -ή -ό [katastaltikós] Ε1 : για κτ. του οποίου η χρησιμοποίηση ή η εφαρμογή έχει σκοπό την καταστολή. ANT διεγερτικός: Kατασταλτικά φάρμακα, ψυχοφάρμακα που καταστέλλουν τη διέγερση. H διάδοση των ναρκωτικών δεν αντιμετωπίζεται μόνο με κατασταλτικά μέτρα, αλλά και με τη σωστή διαπαιδαγώγηση των νέων. Έδρασαν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους.
κατασταλτικά ΕΠIΡΡ: H αστυνομία δρα ~, όχι προληπτικά. [λόγ. < ελνστ. κατασταλτικός]