Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασταλάζω [katastalázo] Ρ2.2α μππ. κατασταλαγμένος : 1. για ουσίες διαλυμένες σε υγρό που σιγά σιγά, συνήθ. σταγόνα σταγόνα, κατεβαίνουν και επικάθονται στον πυθμένα· κατακάθομαι: H λάσπη από τα νερά του Nείλου κατασταλάζει στην πεδιάδα. Ο καφές κατασταλάζει στο φίλτρο. || (μτφ.): Στην ψυχή του κατασταλάζει η θλίψη / το μίσος, ως τελικό αποτέλεσμα κάποιων καταστάσεων ή συναισθημάτων μένει η θλίψη, το μίσος. || για υγρό που καθαρίζει, αφού κατακαθίσουν στον πυθμένα οι στερεές ουσίες που περιέχει: Tο κρασί καταστάλαξε. Aφήνουμε το φρέσκο λάδι να κατασταλάξει. 2. (μτφ.) καταλήγω σε οριστική απόφαση ύστερα από μακρά αναζήτηση και ώριμη σκέψη: Δεν έχει ακόμη κατασταλάξει ποιο επάγγελμα θα ακολουθήσει / ποιο σπίτι θα αγοράσει / πού θα πάει το καλοκαίρι. Έχει κατασταλαγμένες απόψεις, ώριμες και σαφείς. Είναι ένας κατασταλαγμένος άνθρωπος, με κατασταλαγμένες απόψεις. || εγκαθίσταμαι κάπου οριστικά: Ξεκίνησε από την Ελλάδα και, αφού περιπλανήθηκε σε όλη την Ευρώπη, καταστάλαξε στη Γαλλία.
[1: ελνστ. κατασταλάζω· 2: λόγ. σημδ. αγγλ.(;) settle]