Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασπαταλώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατασπαταλώ [kataspataló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : σπαταλώ κτ. εντελώς, ξοδεύω κτ. ασυλλόγιστα και άσκοπα, έως ότου το εξαντλήσω τελείως: Kατασπατάλησε την περιουσία του στο καζίνο. Kατασπαταλήθηκε το δημόσιο χρήμα. || (μτφ.): Kατασπατάλησε τα νιάτα του σε διασκεδάσεις.

[λόγ. < ελνστ. κατασπαταλῶ `ζω άσωτα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κατασπαταλώ.
  • Καταξοδεύω, κατασπαταλώ· ζω άσωτο βίο:
    • (Δούκ. 20123, 8716).

[μτγν. κατασπαταλάω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες