Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασπατάληση η [kataspatálisi] Ο33 : η ενέργεια του κατασπαταλώ: H ~ της περιουσίας / των φυσικών πόρων / του χρόνου.
[λόγ. κατασπαταλη- (κατασπαταλώ) -σις > -ση]