Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασκότεινος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατασκότεινος -η -ο [kataskótinos] Ε5 : που είναι εντελώς ή πάρα πολύ σκοτεινός· θεοσκότεινος: Tο σπίτι ήταν κατάκλειστο και κατασκότεινο. Tο δωμάτιο έχει ένα παράθυρο στο φωταγωγό και είναι κατασκότεινο. || (ως ουσ.): Πού πας στα κατασκότεινα; κατασκότεινα ΕΠIΡΡ: Έξω είναι ~ γιατί οι δρόμοι δεν έχουν φωτισμό.

[κατα- σκοτειν(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες