Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασκότεινος -η -ο [kataskótinos] Ε5 : που είναι εντελώς ή πάρα πολύ σκοτεινός· θεοσκότεινος: Tο σπίτι ήταν κατάκλειστο και κατασκότεινο. Tο δωμάτιο έχει ένα παράθυρο στο φωταγωγό και είναι κατασκότεινο. || (ως ουσ.): Πού πας στα κατασκότεινα;
κατασκότεινα ΕΠIΡΡ: Έξω είναι ~ γιατί οι δρόμοι δεν έχουν φωτισμό. [κατα- σκοτειν(ός) -ος]