Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασκόπευση η [kataskópefsi] Ο33 : η ενέργεια του κατασκοπεύω, η διενέργεια κατασκοπείας: H ~ των κινήσεων του εχθρικού στρατού.
[λόγ. < μσν. κατασκόπευσις < κατασκοπεύ(ω) -σις > -ση]