Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασκοτώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατασκοτώνω [kataskotóno] -ομαι Ρ1 : 1. δέρνω κπ. πάρα πολύ ή τον χτυπώ πολύ άθελά μου: Tον κατασκότωσε στο ξύλο. Πρόσεχε πού πατάς, γιατί με κατασκότωσες. 2. (παθ.) α. χτυπώ πολύ και σε πολλά σημεία του σώματός μου: Έπεσε από τη σκάλα και κατασκοτώθηκε. β. (μτφ.) κουράζομαι πάρα πολύ· κατακουράζομαι: Γυρίζει από τη δουλειά του κατασκοτωμένος. || κουράζομαι πολύ, κάνω ό,τι μπορώ για χάρη κάποιου: Kατασκοτώθηκε για να μας περιποιηθεί / για να μας ευχαριστήσει.

[κατα- σκοτώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κατασκοτώνω.
  • Κατασφάζω:
    • (Αχιλλ. L 448).

[<πρόθ. κατά + σκοτώνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες