Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασκοπευτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατασκοπευτικός -ή -ό [kataskopeftikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την κατασκοπεία ή με τον κατάσκοπο: Πράκτορας με μεγάλη κατασκοπευτική δράση. Kατασκοπευτικό δίκτυο, κατασκόπων ή κατασκοπείας. 2. που χρησιμοποιείται για κατασκοπεία, για μυστικές παρατηρήσεις: ~ δορυφόρος. κατασκοπευτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κατασκοπεύ(ω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες