Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασκοπεία η [kataskopía] Ο25 : 1. το σύνολο των δραστηριοτήτων των μυστικών υπηρεσιών για τη συλλογή πληροφοριών, που αναφέρονται στη στρατιωτική οργάνωση και στις κινήσεις του εχθρού ή στα κρατικά μυστικά μιας αντίπαλης χώρας: Εξαρθρώθηκε δίκτυο κατασκοπείας. Ξένοι υπήκοοι απελάθηκαν, γιατί έκαναν / διενεργούσαν ~ εις βάρος της χώρας μας. Kρατική υπηρεσία κατασκοπείας και αντικατασκοπείας. Bιομηχανική ~, για να γίνουν γνωστά τα κατασκευαστικά μυστικά ανταγωνίστριας βιομηχανίας. Tαινίες / μυθιστορήματα κατασκοπείας, που έχουν ως θέμα περιπέτειες κατασκοπείας. || ειδική υπηρεσία που διενεργεί κατασκοπεία: H αγγλική ~ είχε πολλές επιτυχίες στη διάρκεια του β' παγκόσμιου πολέμου. 2. κρυφή παρακολούθηση των κινήσεων και των ενεργειών κάποιου προσώπου.
[λόγ. κατασκοπ(εύω) -εία]