Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασκηνωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατασκηνωτής ο [kataskinotís] Ο7 θηλ. κατασκηνώτρια [kataskinótria] Ο27 : αυτός που είναι μέλος μιας παραθεριστικής κυρίως κατασκήνωσης.

[λόγ. κατασκηνω- (δες κατασκηνώνω) -τής κατά τη σημ. της λ. κατασκήνωση· λόγ. κατασκηνω(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες