Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασκεύασμα το [kataskévazma] Ο49 : 1. ό,τι έχει κατασκευαστεί, συνήθ. μειωτικά, για κτ. κακότεχνο, ακαλαίσθητο και γενικά αποτυχημένο: Στη θέση των μονοκατοικιών υψώνονται κάτι πελώρια κατασκευάσματα, οι πολυκατοικίες. Mας σερβίρισαν ένα περίεργο ~. 2. (μτφ., μειωτ.) ψέμα που προσπαθούν να το στηρίξουν με πλαστές αποδείξεις: H υπόθεση της λαθρεμπορίας ήταν ένα άθλιο ~ των ανταγωνιστών μας. Όλες οι δήθεν επιτυχίες του είναι κατασκευάσματα της φαντασίας του. || Γκρεμίστηκαν όλα τα ιδεολογικά κατασκευάσματα του φασισμού.
[λόγ. < αρχ. κατασκεύασμα]