Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασκευαστής ο [kataskevastís] Ο7 θηλ. κατασκευάστρια [kataskevá stria] Ο27 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την κατασκευή τεχνικών έργων ή άλλων καταναλωτικών αγαθών: Σχεδιαστές και κατασκευαστές αυτοκινήτων. ~ έτοιμων ενδυμάτων. || (ως επίθ.): ~ μηχανικός, σε αντιδιαστολή προς το μελετητή. Kατασκευάστρια εταιρεία.
[λόγ. < ελνστ. κατασκευαστής, κατασκευάστρια]