Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασκευή η [kataskeví] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατασκευάζω. 1α. το σύνολο των εργασιών με τις οποίες γίνεται η σύνθεση ή η συναρμογή των κατάλληλων υλικών ή στοιχείων για τη δημιουργία ενός αντικειμένου ή τεχνικού έργου: Εργοστάσιο κατασκευής αυτοκινήτων / όπλων / πλαστικών ειδών. Άρχισε η ~ σχολείων, χτίσιμο. Ο μηχανικός έκανε τη μελέτη και την ~ της γέφυρας / του δρόμου. Προϊόντα ελληνικής κατασκευής. Διαμέρισμα πολυτελούς κατασκευής. Kτίριο υπό κατασκευή(ν), στο στάδιο της κατασκευής. (έκφρ., πειραχτικά) υπό κατασκευή(ν), για κπ. που ετοιμάζεται ή που πρόκειται να αποκτήσει κάποια ιδιότητα: Γιατρός / παππούς υπό ~. || H ~ ενός τριγώνου / κύκλου κτλ., σχεδίαση με γεωμετρικά όργανα. H ~ μιας πρότασης, η σύνταξη. β. ο τρόπος ή τα υλικά με τα οποία έχει κατασκευαστεί κτ.: Aυτή η ~ είναι πολύ πρόχειρη / ανθεκτική. H ~ του σώματος των αιλουροειδών τούς επιτρέπει να κάνουν μεγάλα άλματα. γ. κτ. που έχει κατασκευαστεί, συνήθ. κτιριακή κατασκευή: Bιομηχανικές κατασκευές. Στο χώρο του στρατοπέδου υπάρχει μια παλιά / ξύλινη / μεταλλική ~. Φέρουσα ~, στοιχεία ή εγκαταστάσεις που δέχονται τα βασικά φορτία. 2. (μτφ.) α. (μειωτ.) ό,τι επινοεί κάποιος για να εξαπατήσει ή να βλάψει κπ.: H ~ κατηγορητηρίου, χάλκευση. H ~ (ψεύτικων) ειδήσεων. β. ό,τι είναι αποτέλεσμα μιας σύνθετης νοητικής εργασίας: Θεωρητικές / νοητικές κατασκευές.
[λόγ. < αρχ. κατασκευή]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατασκευή η.
-
- 1) Φτιάξιμο, κατασκευή· χτίσιμο:
- ηλιακού κατασκευήν πολλά ωραιοτάτην (Βέλθ. 474).
- 2) Εφόδια πολεμικά:
- μετά πολλής κατασκευής, μετά πολλών αρμάτων (Καλλίμ. 73).
- 3) Πολεμική μηχανή:
- Ποιήσαντες ουν κατασκευάς και κτίσαντες σανδάλια (Έκθ. χρον. 737).
- 4) Τέχνασμα, σχέδιο:
- κατασκευή εποίησε ο Πάρης να μισεύσει (Βυζ. Ιλιάδ. 407).
[αρχ. ουσ. κατασκευή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Φτιάξιμο, κατασκευή· χτίσιμο: