Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασκευάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατασκευάζω [kataskevázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. φτιάχνω κτ., με ένα ή με περισσότερα υλικά συνήθ. με τη βοήθεια μηχανών ή άλλων τεχνικών μέσων και σύμφωνα με ένα σχέδιο: Οικοδομικές εταιρείες που κατασκευάζουν σπίτια, εργοστάσια, γέφυρες, χτίζουν. Εργοστάσιο που κατασκευάζει αυτοκίνητα / μηχανήματα / έπιπλα / παπούτσια. Kατασκευάστηκαν πέντε πλοία, ναυπηγήθηκαν. Ρούχα κατασκευασμένα στην Ελλάδα, ραμμένα. || (γεωμ.) ~ ένα τρίγωνο / ένα τετράπλευρο, το σχεδιάζω σύμφωνα με ορισμένα δεδομένα και με γεωμετρικά όργανα. β. συνθέτω γλωσσικά στοιχεία και σχηματίζω ένα νοηματικό σύνολο: ~ μια πρόταση, συντάσσω. 2. (μτφ., μειωτ.) επινοώ κτ. με σκοπό να εξαπατήσω ή να βλάψω κπ.: Kατασκεύασε μια ολόκληρη ιστορία για να δικαιολογήσει την απουσία του. Kατηγορίες κατασκευασμένες από τους αντιπάλους μας, χαλκευμένες. || Ο ναζισμός κατασκεύασε τη θεωρία της υπεροχής της αρίας φυλής.

[λόγ. < αρχ. κατασκευάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κατασκευάζω.
  • 1)
    • α) Κατασκευάζω, φτιάχνω κ.:
      • το φάρμακον συγκέραστον θέλω κατασκευάσειν (Φλώρ. 363
    • β) προετοιμάζω για το μέλλον:
      • (Ερμον. Ω 258
    • γ) μεταβάλλω:
      • (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 68).
  • 2) Επινοώ, σχεδιάζω, μηχανεύομαι:
    • εκατασκεύασαν αυτού ταύτην την συκοφαντίαν (Ιστ. πατρ. 11015‑6).

[αρχ. κατασκευάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες