Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασβήνω [katazvíno] -ομαι Ρ αόρ. κατέσβησα και κατέσβεσα, απαρέμφ. κατασβήσει και κατασβέσει, παθ. αόρ. κατασβήστηκα και κατασβέστηκα, απαρέμφ. κατασβηστεί και κατασβεστεί : 1. (για φωτιά, συνήθ. στο αορ. θ.) σβήνω κτ. εντελώς: Mε τα πυροσβεστικά αεροπλάνα κατέσβησαν την πυρκαγιά / κατασβέστηκε η πυρκαγιά. 2. (μτφ., λόγ.) καταδαμάζω ένα έντονο συναίσθημα ή αίσθημα: Προσπαθεί να κατασβήσει τη δίψα του για εκδίκηση. Είναι δύσκολο να κατασβέσει το πάθος του γι΄ αυτή τη γυναίκα.
[λόγ. < αρχ. κατασβέννυμι, -νύω μεταπλ. κατά το σβέννυμι > σβήνω]