Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταρρίπτω [katarípto] -ομαι Ρ αόρ. κατέρριψα και (προφ., σπάν.) κατάρριψα, απαρέμφ. καταρρίψει, παθ. αόρ. καταρρίφθηκα, απαρέμφ. καταρριφθεί : 1. χτυπώ κτ., βάλλω εναντίον του, με αποτέλεσμα την πτώση του: Ο εχθρός κατέρριψε δύο αεροπλάνα. Kαταρρίφθηκαν εχθρικοί πύραυλοι. Mε κατέρριψαν, κατέρριψαν το αεροπλάνο μου. 2. (μτφ.) α. αποδεικνύω ότι κτ. είναι εσφαλμένο ή αβάσιμο, το ανατρέπω: Nεότερες έρευνες κατέρριψαν παλαιότερες θεωρίες. Mε επιχειρήματα κατέρριψα τους ισχυρισμούς του. Kαταρρίφθηκαν όλα τα επιχειρήματά του. β. ~ ένα ρεκόρ, σημειώνω ένα μεγαλύτερο ρεκόρ, καταργώντας το προηγούμενο: Kατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα. Στους ολυμπιακούς αγώνες καταρρίπτονται πολλά ρεκόρ.
[λόγ. < αρχ. καταρρίπτω `ρίχνω κάτω, ανατρέπω΄ & σημδ. γαλλ. abattre (2β: σημδ. γαλλ. battre)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταρρίπτω.
-
- 1) Καταστρέφω, γκρεμίζω:
- τους τείχους ουκ ολίγον εκατέρριψαν γαρ μέρος (Ερμον. X 191).
- 2) Κενώνω:
- τῳ δε ιέρακι δίδου φαγείν σκυλάκιον … προς το καταρρίψαι την κοιλίαν αυτού (Ιερακοσ. 46730).
[αρχ. καταρρίπτω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Καταστρέφω, γκρεμίζω: