Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταρράκτης ο· καταρράχτης.
-
- 1) Οριζόντια θύρα, καταπακτή:
- κρούει κλοτσιά, γκρεμίζειν την κάτω στον καταρράκτην (Περί γέρ. 106)·
- (μεταφ. προκ. για τον κατακλυσμό):
- οι καταρράχτες του ουρανού άνοιξαν (Πεντ. Γέν. VII 11).
- 2) Αρρώστια των ματιών:
- (Ορνεοσ. αγρ. 54314).
[αρχ. ουσ. καταρράκτης. Ο τ. και η λ. και σήμ.]
- 1) Οριζόντια θύρα, καταπακτή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταρράκτης 1 ο [kataráktis] & καταρράχτης ο [kataráxtis] Ο10 : 1. απότομη συνήθ. και κατακόρυφη πτώση των νερών ενός ποταμού, από μεγάλο ύψος και καμιά φορά κλιμακωτά, που προκαλείται από την πολύ μεγάλη κλίση της κοίτης του: Οι καταρράχτες του Nιαγάρα / της Έδεσσας. Φυσικός / τεχνητός ~. (έκφρ.) άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού, άρχισε καταρρακτώδης, ραγδαία βροχή. 2. (μτφ.) χείμαρρος2.
[λόγ. < ελνστ. καταρράκτης, αρχ. σημ.: `απόκρημνος΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταρράκτης 2 ο : (ιατρ.) θόλωση του κρυσταλλοειδούς φακού ή του περιφακίου του οφθαλμού, με αποτέλεσμα την ελάττωση της οπτικής οξύτητας: Συγγενής / τραυματικός / γεροντικός ~. Ο ~ είναι ώριμος, έχει σκληρύνει αρκετά και μπορεί να χειρουργηθεί.
[λόγ. < γαλλ. cataracte (στη νέα σημ.) < λατ. cataracta < ελνστ. καταρράκτης στη σημ.: `φράγμα΄ (επειδή δίνει την εντύπωση φράγματος)]