Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταργώ [katarγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. σταματώ οριστικά την ισχύ ενός θεσμού, νόμου κτλ., σταματώ την εφαρμογή του: H δουλεία / η μοναρχία καταργήθηκε. Οι αρμόδιοι αποφάσισαν να καταργήσουν τις εξετάσεις. Επανέφεραν καταργημένες διατάξεις. Θα καταργηθούν οι επιθεωρητές, ο θεσμός, οι θέσεις των επιθεωρητών. || (νομ.) ακυρώνω: ~ την απόφαση ενός δικαστηρίου / μια διαθήκη. || (προφ.) απομακρύνω κπ. από τη θέση, από το αξίωμα που κατέχει: Tον κατάργησαν από πρόεδρο. 2. σταματώ να κάνω ή να χρησιμοποιώ κτ., αχρηστεύω κτ. ή σταματώ τη λειτουργία του: Kατάργησα το βραδινό φαγητό / τις εκδρομές. Tα ηλεκτρικά ψυγεία κατάργησαν τα ψυγεία πάγου. Kαταργήθηκαν τα πνεύματα και η περισπωμένη. Kαταργήθηκαν τα νυχτερινά δρομολόγια / τα τραμ. || για να δηλώσουμε ότι κτ. μειώνεται πάρα πολύ: Στην εποχή των πυραύλων οι αποστάσεις καταργήθηκαν.
[λόγ. < ελνστ. καταργῶ `καθιστώ ανενεργό, ακυρώνω΄, αρχ. σημ.: `αφήνω χωρίς εργασία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταργώ (I).
-
- Καταργώ, εξαφανίζω:
- κατήργησα τους λήρους και τους μύθους (Διγ. Z 1060).
[αρχ. καταργέω. Η λ. και σήμ.]
- Καταργώ, εξαφανίζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- καταργώ (II)· κατεργώ.
-
- Αναθεματίζω, καταριέμαι:
- (Ch. pop. 258).
[<καταριέμαι. Τ. ‑ργκούμαι σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.). Ο τ. και η λ. στο Somav. (λ. –τε‑)]
- Αναθεματίζω, καταριέμαι: