Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπόνηση η [katapónisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταπονώ. 1. μεγάλη κούραση από εξαντλητική εργασία ή από μεγάλη ταλαιπωρία: Πρέπει να αποφεύγεται η ~ των μικρών μαθητών. || Ψυχική ~. 2. (τεχν.) μεταβολή των μηχανικών και φυσικών ιδιοτήτων ενός υλικού ύστερα από συνεχή και μακρά φόρτιση και παραμόρφωση.
[λόγ.: 1: ελνστ. καταπόνη(σις) -ση `καταπίεση΄· 2: σημδ. γαλλ. fatigue]