Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπραΰνω [katapraíno] -ομαι Ρ8.1 : μετριάζω την ένταση με την οποία εκδηλώνεται μια σωματική ή ψυχική αντίδραση: Φάρμακα που καταπραΰνουν τους πόνους / τα νεύρα, κατευνάζουν. Προσπάθησα να τον ~, να τον ηρεμήσω. Tίποτε δεν μπορεί να καταπραΰνει τον ψυχικό του πό νο.
[λόγ. < αρχ. καταπραΰνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπραΰνω.
-
- Α´ (Μτβ.) καθησυχάζω, κατευνάζω:
- (Μαχ. 37819).
- Β´ (Αμτβ.) κατευνάζομαι, μετριάζομαι, κοπάζω:
- εκαταπράυνεν ο θυμός αυτού Δωρ. (Μον. XXXVI)·
- αφότου … καταπραΰνει η μέθη (Σπαν. A 242).
[αρχ. καταπραΰνω. Βλ. και καταπρυαίνω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) καθησυχάζω, κατευνάζω: