Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπονώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπονώ [kataponó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. κουράζω κπ. πάρα πολύ, τον εξαντλώ σωματικά: Tον καταπόνησε το μακρύ και δύσκολο ταξίδι. Γυρίζει καταπονημένος από τη δουλειά του και ζητάει λίγη ξεκούραση. Ο στρατός ήταν φανερά καταπονημένος από τις συνεχείς επιδρομές. || Tο υπερβολικό σωματικό βάρος καταπονεί την καρδιά. Tα μάτια του έχουν καταπονηθεί από τη νυχτερινή μελέτη. 2. (τεχν.) υποβάλλω κτ. σε καταπόνηση: Tο έμβολο είναι ένα κομμάτι του κινητήρα που καταπονείται πολύ.

[λόγ.: 1: αρχ. καταπονῶ· 2: σημδ. γαλλ. fatiguer]

[Λεξικό Κριαρά]
καταπονώ.
  • 1) Καταβάλλω, νικώ:
    • εις πόλεμον από τινά δεν εκαταπονήθη (Διγ. O 1556).
  • 2) (Προκ. για κάστρο, κτλ.) κυριεύω:
    • (Διακρούσ. 8511).
  • 3) Υπερνικώ, ξεπερνώ (σε δύναμη):
    • πάντα τα τετράποδα όλα καταπονώ τα (Διήγ. παιδ. 871).
  • 4)
    • α) Ταλαιπωρώ:
      • ο πόθος σε καταπονεί (Διγ. Z 1859
    • β) βασανίζω:
      • Οι τυραννούντες … και οι καταπονούντες, οι τύπτοντες τους αδελφούς ανηλεώς εκείνους (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2499).

[αρχ. καταπονέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες