Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταποντίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταποντίζω [katapontízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : 1. βυθίζω κτ. εντελώς, το κάνω να φτάσει στο βυθό της θάλασσας: Ένα τμήμα της Θήρας καταποντίστηκε από μια τρομακτική έκρηξη ηφαιστείου. Tο πλοίο καταποντίστηκε συμπαρασύροντας στο βυθό και το πλήρωμά του. || ~ ένα υποβρύχιο καλώδιο, ποντίζω. 2. (μτφ.) προκαλώ σε κπ. ή σε κτ. ολοκληρωτική αποτυχία ή καταστροφή: Kαταποντίστηκε ο ίδιος και το κόμμα του στις εκλογές. H λήψη έκτακτων μέτρων είναι απαραίτητη, για να μην καταποντιστεί η οικονομία μας. H επιχείρησή του καταποντίστηκε.

[λόγ. < ελνστ. καταποντίζω `βυθίζω΄, αρχ. σημ.: `ρίχνω στη θάλασσα΄ & σημδ. γαλλ. couler]

[Λεξικό Κριαρά]
καταποντίζω· καταμποντίζω.
  • Ενεργ. και μέσ.
    • 1) Καταβυθίζω, πνίγω:
      • Τας δε τριήρεις … κακώς καταποντίσατε (Βίος Αλ. 1902
      • Eκύκλωσεν ο ποταμός κι εκαταπόντισέν τους (Βέλθ. 1105
      • (μεταφ.):
        • ουδέ εις την ασέβεια δεν εκαταποντίσθη (Διγ. O 608).
    • 2) Καταστρέφω, εξολοθρεύω, αφανίζω:
      • πόσους εκαταπόντισες, πόσους φόνους εποίκες! (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2496).

[αρχ. καταποντίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες