Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπονητικός -ή -ό [kataponitikós] Ε1 : που καταπονεί· κουραστικός, εξαντλητικός: Kαταπονητικές εργασίες.
καταπονητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καταπονη- (καταπονώ) -τικός]