Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπολεμώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπολεμώ [katapolemó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ούμαι Ρ10.9β : 1. κάνω ενέργειες, παίρνω μέτρα για να εξαλείψω οριστικά κτ.: Mε τα εμβόλια καταπολεμήθηκαν πολλές παιδικές αρρώστιες. Kαταπολέμησα το κρυολόγημα με αντιβιοτικά. Πρέπει να καταπολεμήσουμε τα ελαττώματά μας. 2. εναντιώνομαι με δραστικό τρόπο σε κπ. ή σε κτ.: Ο Iωάννης Kαποδίστριας προσπάθησε να οργανώσει το νεοσύστατο κράτος, καταπολεμήθηκε όμως από τους αντιπάλους του. Kαταπολέμησε κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια. Tο νομοσχέδιο καταπολεμήθηκε από την αντιπολίτευ ση.

[λόγ. < αρχ. καταπολεμῶ `εξαντλώ με πόλεμο΄ σημδ. γαλλ. combattre]

[Λεξικό Κριαρά]
καταπολεμώ.
  • 1)
    • α) Κυριεύω, καταστρέφω με πόλεμο:
      • να καταπολεμήσουν το κάστρον (Καλλίμ. 955
    • β) (προκ. για σφοδρό αίσθημα) κυριεύω ολοκληρωτικά, καταβάλλω:
      • εξ έρωτος εκατεπολεμήθην (Καλλίμ. 933).
  • 2) Πολεμώ εναντίον κάπ., προσπαθώ να υποτάξω:
    • καταπολεμήσας το πολίχνιον … και μηδέν κερδίσας (Δούκ. 40729).
  • 3) Εξουδετερώνω σε μάχη:
    • ηττήθη … και κατεπολεμήθη και κείται … νεκρός από πολέμου (Καλλίμ. 1372).

[αρχ. καταπολεμέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες